Εφημέριος στα ουγγρικά

Μετάφραση: εφημέριος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
káplán, lelkész, lelkészt, káplánja, lelkészi
Εφημέριος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφημέριος

εφημέριος ορισμός, εφημέριος περιοδικό, εφημερίδα εφημέριος, εφημέριος english, εφημέριος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εφημέριος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εφηβεία στα ουγγρικά - kamaszkor, pubertás, serdülőkor, a pubertás, serdülés, pubertáskor
  • εφηβικός στα ουγγρικά - kamasz, házasulandó, ízben fiatal, férjhez adandó
  • εφημερίδα στα ουγγρικά - papír, újság, sajtó, újságot, újságban, lap
  • εφικτός στα ουγγρικά - megvalósítható, lehetséges, kivitelezhető, megvalósíthatónak
Τυχαίες λέξεις
Εφημέριος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: káplán, lelkész, lelkészt, káplánja, lelkészi