Εφημέριος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εφημέριος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pároco, cura, vigário, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã
Εφημέριος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφημέριος

εφημέριος ορισμός, εφημέριος περιοδικό, εφημερίδα εφημέριος, εφημέριος english, εφημέριος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφημέριος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εφηβεία στα πορτογαλικά - puberdade, a puberdade, da puberdade, puberty
  • εφηβικός στα πορτογαλικά - núbil, nubile, idade de casar, casadoura, em idade de casar
  • εφημερίδα στα πορτογαλικά - folha, calças, jornal, olhar, notícia, papel, gazeta, ...
  • εφικτός στα πορτογαλικά - possível, possibilidade, factível, praticável, viável, exequível
Τυχαίες λέξεις
Εφημέριος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pároco, cura, vigário, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã