Θολωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θολωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замъглено, неясно, замъгляване, замъгляване на, замъглен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θολωμένος
θολωμένος συνώνυμα, θολωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θολωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θνησιμότητα στα βουλγαρικά - смъртност, смъртността, на смъртността, смърт
- θνητός στα βουλγαρικά - човек, смъртен, смъртна, смъртно, смъртни, смъртоносна
- θολός στα βουλγαρικά - кален, освежаваща, изключително освежаваща, мокър
- θολώνω στα βουλγαρικά - облак, мътя, досаждам на
Τυχαίες λέξεις
Θολωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: замъглено, неясно, замъгляване, замъгляване на, замъглен
Μεταφράσεις: замъглено, неясно, замъгляване, замъгляване на, замъглен