Θολωμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: θολωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appannato, oscuro, sfocato, offuscata, sfocata, vaga, blurred
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θολωμένος
θολωμένος συνώνυμα, θολωμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, θολωμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θνησιμότητα στα ιταλικά - mortalità, di mortalità, la mortalità, mortalità per, della mortalità
- θνητός στα ιταλικά - mortale, micidiale, letale, mortali, mortal, terrena
- θολός στα ιταλικά - appannato, oscuro, torbido, splashy, vistoso, vistosi, fangoso, ...
- θολώνω στα ιταλικά - nuvola, nembo, nube, roil
Τυχαίες λέξεις
Θολωμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: appannato, oscuro, sfocato, offuscata, sfocata, vaga, blurred
Μεταφράσεις: appannato, oscuro, sfocato, offuscata, sfocata, vaga, blurred