Θολωμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: θολωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тямны, расплывісты
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θολωμένος
θολωμένος συνώνυμα, θολωμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, θολωμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- θνησιμότητα στα λευκορωσικά - смяротнасць, сьмяротнасьць
- θνητός στα λευκορωσικά - чалавек, смяротны, сьмяротны, смяротных, са смяротных
- θολός στα λευκορωσικά - тямны, кідкі, яркі, броскі, яркае
- θολώνω στα λευκορωσικά - воблак, каламуціць, муціць, нудзіць, страўнік забурчэў
Τυχαίες λέξεις
Θολωμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тямны, расплывісты
Μεταφράσεις: тямны, расплывісты