Ιονίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ιονίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
йонизирам, йонизиране, йонизиране на, йонизират, йонизира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιονίζω
ιονίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιονίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ιμπρεσιονιστής στα βουλγαρικά - импресионист, импресионисти, Impressionist, импресионистите
- ιμπρεσιονιστικός στα βουλγαρικά - импресионист, импресионисти, Impressionist, импресионистите, импресионизма
- ιππασία στα βουλγαρικά - езда, каране, база, кон, на кон
- ιππεύω στα βουλγαρικά - хамалски, кранта, Рязка рана, Hack, рана
Τυχαίες λέξεις
Ιονίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: йонизирам, йонизиране, йонизиране на, йонизират, йонизира
Μεταφράσεις: йонизирам, йонизиране, йонизиране на, йонизират, йонизира