Καταστροφικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταστροφικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катастрофален, катастрофални, катастрофално, катастрофална, катастрофалното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστροφικός
καταστροφικόσ συνώνυμο, καταστροφικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταστροφικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταστρεπτικός στα βουλγαρικά - разрушителна, деструктивна, разрушителни, разрушително, разрушителната
- καταστροφή στα βουλγαρικά - бедствие, разрушение, трагедия, унищожаване, разрушаване, унищожение, погибел
- κατατάσσομαι στα βουλγαρικά - ранг, Място, ранга, звание, чин
- κατατάσσω στα βουλγαρικά - ранг, Място, ранга, звание, чин
Τυχαίες λέξεις
Καταστροφικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: катастрофален, катастрофални, катастрофално, катастрофална, катастрофалното
Μεταφράσεις: катастрофален, катастрофални, катастрофално, катастрофална, катастрофалното