Κουβαλώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κουβαλώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нося, извършва, изпълнява, извършват, извършване
Κουβαλώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουβαλώ

κουβαλώ συνώνυμα, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κουβαλώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κουβέντα στα βουλγαρικά - разговор, разговора, разговори, кореспонденция
  • κουβέρτα στα βουλγαρικά - одеяло, одеало, одеялото, одеяла
  • κουβεντιάζω στα βουλγαρικά - увлекателно разказана история, Spiel, говоря сладкодумно, увлекателно разказана
  • κουδουνίζω στα βουλγαρικά - лесно запомняща се мелодия, дрънчене, звънтеж, алитеративен стих, дрънча
Τυχαίες λέξεις
Κουβαλώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нося, извършва, изпълнява, извършват, извършване