Κουβαλώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κουβαλώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
носат, извршување, носење, го носат, носи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουβαλώ
κουβαλώ συνώνυμα, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κουβαλώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κουβέντα στα σλαβομακεδονικά - разговор, конверзација, разговорот, конверзацијата, го разговорот
- κουβέρτα στα σλαβομακεδονικά - ќебе, ќебето, сеопфатното, покривка
- κουβεντιάζω στα σλαβομακεδονικά - зборувам сладкодумно
- κουδουνίζω στα σλαβομακεδονικά - џингл, ѕвечење, мелодии, и ѕвечење, дури и ѕвечење
Τυχαίες λέξεις
Κουβαλώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: носат, извршување, носење, го носат, носи
Μεταφράσεις: носат, извршување, носење, го носат, носи