Κρησαρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κρησαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решето, филтър, krisarizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρησαρίζω
κρησαρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κρησαρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κρεοπώλης στα βουλγαρικά - палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
- κρεπ στα βουλγαρικά - креп, палачинка, крепирана
- κρησφύγετο στα βουλγαρικά - убежище, скривалище, скривалището, скривалището на, укритие, скривалище на
- κριάρι στα βουλγαρικά - овен, RAM, оперативна памет, овена, RAM памет
Τυχαίες λέξεις
Κρησαρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: решето, филтър, krisarizo
Μεταφράσεις: решето, филтър, krisarizo