Κρησαρίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: κρησαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõelur, filter, filtreerima, imbuma, sõel, krisarizo
Κρησαρίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρησαρίζω

κρησαρίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κρησαρίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κρεοπώλης στα εσθονικά - veristama, tapma, lihunik, lihuniku, lihunikule, lihamüüja, butcher
  • κρεπ στα εσθονικά - pannkook, kutsuma, loor, krepp, Profileeritud, Kreppkummi, Kreppkummist
  • κρησφύγετο στα εσθονικά - peiduurgas, taganema, peidikusse, hideout, peidupaika, peidukohta, peidukohas
  • κριάρι στα εσθονικά - tampima, jäär, ram, oinas, ramm, muutmälu, RAM, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρησαρίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sõelur, filter, filtreerima, imbuma, sõel, krisarizo