Κρησαρίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: κρησαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elek, kalbur, krisarizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρησαρίζω
κρησαρίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κρησαρίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κρεοπώλης στα τούρκικα - kasap, Butcher, The Butcher, Kasabı, bir kasap
- κρεπ στα τούρκικα - krep, crepe, krepleme, krepe, krepon
- κρησφύγετο στα τούρκικα - saklanma yeri, hideout, The Hideout, saklanma, sığınanın
- κριάρι στα τούρκικα - koç, veri deposu, RAM, kaldırıcılar, şahmerdan
Τυχαίες λέξεις
Κρησαρίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: elek, kalbur, krisarizo
Μεταφράσεις: elek, kalbur, krisarizo