Λεκιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λεκιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
петно, петна, петното, оцветяващ, на петна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεκιάζω
λεκιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λεκιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λειψανοθήκη στα βουλγαρικά - рака, мощехранителница, реликварий, реликвария, мощехранилница
- λεκάνη στα βουλγαρικά - таз, басейн, леген, басейни, мивка, басейново
- λεμονάδα στα βουλγαρικά - лимона, лимонада, лимонадата, на лимонада
- λεμφικός στα βουλγαρικά - лимфоидна, лимфоидната, лимфоиден, лимфоидни, лимфоидно
Τυχαίες λέξεις
Λεκιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: петно, петна, петното, оцветяващ, на петна
Μεταφράσεις: петно, петна, петното, оцветяващ, на петна