Λιπαίνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λιπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опрашвам, оплоди, оплодят, се оплоди, да оплоди
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιπαίνω
λιπαίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιπαίνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λινό στα βουλγαρικά - бельо, лен, спално бельо, ленена, ленен
- λινός στα βουλγαρικά - пилотно, батиста, батистена, батистената
- λιπαντικό στα βουλγαρικά - сало, смазка, грес, мазнини, мазнина, смазки
- λιπαρός στα βουλγαρικά - мастен, мастни, мастна, на мастни, мастната
Τυχαίες λέξεις
Λιπαίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: опрашвам, оплоди, оплодят, се оплоди, да оплоди
Μεταφράσεις: опрашвам, оплоди, оплодят, се оплоди, да оплоди