Λιπαίνω στα τούρκικα

Μετάφραση: λιπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
döllemek, döller, dölleme, fertilize, gübrelemek
Λιπαίνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιπαίνω

λιπαίνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, λιπαίνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λινό στα τούρκικα - keten, örtüsü, çarşaf, çarşaflar, çarşafları
  • λινός στα τούρκικα - patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
  • λιπαντικό στα τούρκικα - kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
  • λιπαρός στα τούρκικα - yağlı, yağ
Τυχαίες λέξεις
Λιπαίνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: döllemek, döller, dölleme, fertilize, gübrelemek