Λιπαίνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λιπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўгнойваць, угнойваць, ўдабраць, удобряет, ўгнойваць рускую
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιπαίνω
λιπαίνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λιπαίνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λινό στα λευκορωσικά - бялізну, бялізна, белье, бялізне
- λινός στα λευκορωσικά - Батыст
- λιπαντικό στα λευκορωσικά - змазка, сістэма змазкі, спецыяльныя аксэсуары, змазкі, смазка
- λιπαρός στα λευκορωσικά - тлушчавай, тлушчавы
Τυχαίες λέξεις
Λιπαίνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўгнойваць, угнойваць, ўдабраць, удобряет, ўгнойваць рускую
Μεταφράσεις: ўгнойваць, угнойваць, ўдабраць, удобряет, ўгнойваць рускую