Λιπαίνω στα δανικά

Μετάφραση: λιπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
befrugte, gøde, at befrugte, gøder, befrugtning
Λιπαίνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιπαίνω

λιπαίνω λεξικό γλώσσας δανικά, λιπαίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λινό στα δανικά - hør, linned, sengetøj, sengelinned, håndklæder
  • λινός στα δανικά - cambric, batist, kammerdug, Kammerdugs, tæt cambric
  • λιπαντικό στα δανικά - fedt, smørefedt, fedtet, fedtstof
  • λιπαρός στα δανικά - fed, fedtet, fede, fedtholdige, fedtsyre, fedtstof
Τυχαίες λέξεις
Λιπαίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: befrugte, gøde, at befrugte, gøder, befrugtning