Λιχνίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λιχνίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пресявам, подбирам, отвявам, вея, отвееш
Λιχνίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιχνίζω

λιχνίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιχνίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λιτός στα βουλγαρικά - пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива
  • λιτότητα στα βουλγαρικά - спестовност, пестеливост, пестеливостта, спестовността, втора ръка
  • λιχουδιά στα βουλγαρικά - изящество, деликатес, деликатност, лакомство, изтънченост
  • λιώνω στα βουλγαρικά - лорд, изнурят, се изнурят
Τυχαίες λέξεις
Λιχνίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пресявам, подбирам, отвявам, вея, отвееш