Λιχνίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: λιχνίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayıklamak, yaba, winnow, harman savurmak, ayırmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιχνίζω
λιχνίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, λιχνίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λιτός στα τούρκικα - tutumlu, Thrifty, tasarruflu, tutumlu bir
- λιτότητα στα τούρκικα - tutumluluk, tasarruf, thrift, ucuzcu, çünkü tasarruf
- λιχουδιά στα τούρκικα - incelik, Delikates, bir incelik, nezaket, zayıflık
- λιώνω στα τούρκικα - erimek, erime, çözülme, aşınmak, yıpranmak, israf, kaybediyorum, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιχνίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ayıklamak, yaba, winnow, harman savurmak, ayırmak
Μεταφράσεις: ayıklamak, yaba, winnow, harman savurmak, ayırmak