Λιχνίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: λιχνίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
веяць, прасяваць
Λιχνίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιχνίζω

λιχνίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λιχνίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • λιτός στα λευκορωσικά - ашчадны, эканомны
  • λιτότητα στα λευκορωσικά - беражлівасць, ашчаднасць, ашчаднасьць
  • λιχουδιά στα λευκορωσικά - дэлікатэс, далікатэс, ласунак
  • λιώνω στα λευκορωσικά - працаваць, чэзнуць, чахнуць, марнець
Τυχαίες λέξεις
Λιχνίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: веяць, прасяваць