Λιχνίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: λιχνίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võidusumma, tuulama, eraldama
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιχνίζω
λιχνίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, λιχνίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- λιτός στα εσθονικά - karske, lihtne, kasin, mõõdukas, kokkuhoidlik, napisõnaline, säästlik, ...
- λιτότητα στα εσθονικά - kokkuhoidlikkus, ökonoomsus, säästlikkuse, thrift, kokkuhoius
- λιχουδιά στα εσθονικά - delikatess, suutäis, tükike, ports, delikaatsus, õrnus, hõrgutis, ...
- λιώνω στα εσθονικά - ihuma, sula, sulama, tuupur, sulatama, otsa lõppema, kaduma, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιχνίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võidusumma, tuulama, eraldama
Μεταφράσεις: võidusumma, tuulama, eraldama