Λιχνίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λιχνίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вејка, winnow
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιχνίζω
λιχνίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λιχνίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λιτός στα σλαβομακεδονικά - пестовен, штедливите, штедливи, економично
- λιτότητα στα σλαβομακεδονικά - пестовност, штедење, штедливост, економичност
- λιχουδιά στα σλαβομακεδονικά - деликатес, деликатност, деликатеси, деликатноста, нежноста
- λιώνω στα σλαβομακεδονικά - отпад, отпадот, губите, трошете, загубиме
Τυχαίες λέξεις
Λιχνίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Вејка, winnow
Μεταφράσεις: Вејка, winnow