Μίσθωμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μίσθωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наем, под наем, рента, аренда
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μίσθωμα
μίσθωμα ακινήτου, μίσθωμα κυλικείου, μίσθωμα επαγγελματικήσ στέγησ, αντικειμενικό μίσθωμα, μίσθωση αποζημίωση χρήσης, μίσθωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μίσθωμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μίμος στα βουλγαρικά - пантомима, мим, играя в мим, изразявам чрез мимика
- μίξερ στα βουλγαρικά - миксер, общителен човек, бъркачка, смесител, блендер, пасатор
- μίσθωση στα βουλγαρικά - лизинг, аренда, наем, лизинговия договор, лизинговия
- μίσος στα βουλγαρικά - омраза, злоба, ненавист, омразата, омраза към
Τυχαίες λέξεις
Μίσθωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наем, под наем, рента, аренда
Μεταφράσεις: наем, под наем, рента, аренда