Μίσθωμα στα δανικά
Μετάφραση: μίσθωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μίσθωμα
μίσθωμα ακινήτου, μίσθωμα κυλικείου, μίσθωμα επαγγελματικήσ στέγησ, αντικειμενικό μίσθωμα, μίσθωση αποζημίωση χρήσης, μίσθωμα λεξικό γλώσσας δανικά, μίσθωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- μίμος στα δανικά - mime, mimik, mime-
- μίξερ στα δανικά - blender, blenderen, mixer, blander
- μίσθωση στα δανικά - lease, leasing, leasingkontrakt, lejemålet, lejekontrakt
- μίσος στα δανικά - hade, afsky, had, til had, hadet, had på
Τυχαίες λέξεις
Μίσθωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
Μεταφράσεις: leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes