Μίσθωμα στα ισπανικά
Μετάφραση: μίσθωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alquiler, arriendo, arrendamiento, renta, alquilar, en alquiler, de alquiler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μίσθωμα
μίσθωμα ακινήτου, μίσθωμα κυλικείου, μίσθωμα επαγγελματικήσ στέγησ, αντικειμενικό μίσθωμα, μίσθωση αποζημίωση χρήσης, μίσθωμα λεξικό γλώσσας ισπανικά, μίσθωμα στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- μίμος στα ισπανικά - mimo, mímica, MIME, la mímica, el mimo
- μίξερ στα ισπανικά - batidora, licuadora, mezclador, la licuadora, mezcladora
- μίσθωση στα ισπανικά - arrendar, arriendo, arrendamiento, contrato de arrendamiento, de arrendamiento, contrato
- μίσος στα ισπανικά - odio, enemiga, encono, odiar, aborrecer, el odio, al odio, ...
Τυχαίες λέξεις
Μίσθωμα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: alquiler, arriendo, arrendamiento, renta, alquilar, en alquiler, de alquiler
Μεταφράσεις: alquiler, arriendo, arrendamiento, renta, alquilar, en alquiler, de alquiler