Μπαγιάτικος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μπαγιάτικος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мухлясал, плесенясал, остарял, мухлясало, плесенясали
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπαγιάτικος
μπαγιάτικος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μπαγιάτικος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μπήγω στα βουλγαρικά - шофиране, карам, управлява, шофирате, задвижване
- μπαίνω στα βουλγαρικά - психиатър, осанка, въведете, влиза, влезе, влезете
- μπακάλης στα βουλγαρικά - бакалин, търговеца, хранителни стоки, бакалина, бакалия
- μπαλάντα στα βουλγαρικά - балада, баладата, балади, епическа народна песен
Τυχαίες λέξεις
Μπαγιάτικος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мухлясал, плесенясал, остарял, мухлясало, плесенясали
Μεταφράσεις: мухлясал, плесенясал, остарял, мухлясало, плесенясали