Μπαγιάτικος στα ουκρανικά
Μετάφραση: μπαγιάτικος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивітрілий, несвіжий, сеча, застарівати, затхлий, затхле
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπαγιάτικος
μπαγιάτικος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μπαγιάτικος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μπήγω στα ουκρανικά - вкарбувати, поштовх, засунений, вставляти, занурити, напір, штовхнути, ...
- μπαίνω στα ουκρανικά - війти, ухилятись, починати, скорочуватися, ухилятися, збочувати, доступити, ...
- μπακάλης στα ουκρανικά - бакалейщик, бакалійник
- μπαλάντα στα ουκρανικά - балада, Баллада
Τυχαίες λέξεις
Μπαγιάτικος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вивітрілий, несвіжий, сеча, застарівати, затхлий, затхле
Μεταφράσεις: вивітрілий, несвіжий, сеча, застарівати, затхлий, затхле