Μυημένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μυημένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инициират, иницииране, започване, инициира, започне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυημένος
μυημένος στα αγγλικα, μυημένος συνωνυμο, μυημένος συνώνυμα, μυημένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μυημένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μπύρα στα βουλγαρικά - пиво, бира, бирата, на бира
- μυελός στα βουλγαρικά - гръбначен мозък, костен мозък, сърцевина, продълговат мозък, медула
- μυθικός στα βουλγαρικά - митически, митичния, митичен, митично, митичната
- μυθιστόρημα στα βουλγαρικά - роман, нова, нов, нови, романа
Τυχαίες λέξεις
Μυημένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инициират, иницииране, започване, инициира, започне
Μεταφράσεις: инициират, иницииране, започване, инициира, започне