Νονός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: νονός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръстник, кръстника, кръстникът, кръстник на, кръстника на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νονός
νονός του βρώμικου, νονός ονειροκρίτης, νονός 3, νονός για πρώτη φορά, νονός της unicef, νονός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, νονός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- νομολογία στα βουλγαρικά - юриспруденция, правна наука, право, съдебната практика, съдебна практика
- νομοσχέδιο στα βουλγαρικά - банкнота, законопроект, Бил, сметка, сметката, Bill
- νοοτροπία στα βουλγαρικά - манталитет, манталитета, на мислене, психика
- νοσοκομείο στα βουλγαρικά - болница, болничен, болницата, болнична, болнични
Τυχαίες λέξεις
Νονός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кръстник, кръстника, кръстникът, кръстник на, кръстника на
Μεταφράσεις: кръстник, кръстника, кръстникът, кръстник на, кръстника на