Νονός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: νονός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кумот, кум, кумството, кумови
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νονός
νονός του βρώμικου, νονός ονειροκρίτης, νονός 3, νονός για πρώτη φορά, νονός της unicef, νονός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, νονός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- νομολογία στα σλαβομακεδονικά - јуриспруденција, јуриспруденцијата, судската практика, судската пракса, праксата
- νομοσχέδιο στα σλαβομακεδονικά - клунот, законот, сметка, сметката
- νοοτροπία στα σλαβομακεδονικά - менталитет, менталитетот, менталитет на
- νοσοκομείο στα σλαβομακεδονικά - болницата, болница, болнички, болничка, болничко
Τυχαίες λέξεις
Νονός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кумот, кум, кумството, кумови
Μεταφράσεις: кумот, кум, кумството, кумови