Ξεσηκώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ξεσηκώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събуждам, подтиквам, възбуди, повдигне, подбудя, раздвижи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεσηκώνω
ξεσηκώνω συνώνυμα, ξεσηκώνω συνώνυμο, ξεσηκώνω english, ξεσηκώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ξεσηκώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ξερός στα βουλγαρικά - сух, сухо, суха, химическо, сухото
- ξεσήκωμα στα βουλγαρικά - въстания, въстание, бунт, въстанието, с еврото
- ξεσκεπάζω στα βουλγαρικά - откриеш, разкрием, разкрие, разкрият, разкриване
- ξεσπώ στα βουλγαρικά - взрив, пръсване, изблик, избухване, разрушаване
Τυχαίες λέξεις
Ξεσηκώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: събуждам, подтиквам, възбуди, повдигне, подбудя, раздвижи
Μεταφράσεις: събуждам, подтиквам, възбуди, повдигне, подбудя, раздвижи