Ξεσηκώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξεσηκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opwekken, wekken, wakkeren, aanwakkeren, hitsen, te wakkeren
Ξεσηκώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεσηκώνω

ξεσηκώνω συνώνυμα, ξεσηκώνω συνώνυμο, ξεσηκώνω english, ξεσηκώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεσηκώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξερός στα ολλανδικά - dor, droog, drogen, droge, een droge, de droge
  • ξεσήκωμα στα ολλανδικά - opstand, onlusten, opstand van, de opstand, opstand in, opstand te
  • ξεσκεπάζω στα ολλανδικά - belichten, tentoonstellen, ontbloten, ontdekken, blootleggen, te ontdekken, onthullen
  • ξεσπώ στα ολλανδικά - barsten, scheuren, uitbarsting, splijten, burst, salvo
Τυχαίες λέξεις
Ξεσηκώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opwekken, wekken, wakkeren, aanwakkeren, hitsen, te wakkeren