Ολιγολογία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ολιγολογία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мълчаливост, необщителност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολιγολογία
ολιγολογία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ολιγολογία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ολέθριος στα βουλγαρικά - пагубен, гибелен, вреден, злокачествена, вредна
- ολίσθημα στα βουλγαρικά - хлъзгане, подхлъзване, поднасяне, Талон, приплъзване
- ολική στα βουλγαρικά - калибър, общо, общия, Общият, общ, Общият брой
- ολικός στα βουλγαρικά - общо, общия, Общият, общ, Общият брой
Τυχαίες λέξεις
Ολιγολογία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мълчаливост, необщителност
Μεταφράσεις: мълчаливост, необщителност