Ολιγολογία στα ουγγρικά
Μετάφραση: ολιγολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhallgatás, hallgatagság, szűkszavúság
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολιγολογία
ολιγολογία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ολιγολογία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ολέθριος στα ουγγρικά - baljóslatú, ártalmas, káros, vészes, veszedelmes, perniciosa
- ολίσθημα στα ουγγρικά - kombiné, oltószem, hasáblevonat, oltóág, csusszanás, csúszás, Slip, ...
- ολική στα ουγγρικά - teljes, összesen, összes, a teljes, összesített
- ολικός στα ουγγρικά - teli, kövérkés, totális, hiánytalan, tele, kiadós, teljes, ...
Τυχαίες λέξεις
Ολιγολογία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elhallgatás, hallgatagság, szűkszavúság
Μεταφράσεις: elhallgatás, hallgatagság, szűkszavúság