Ολιγολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ολιγολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwijgzaamheid, taciturnity, stilzwijgendheid
Ολιγολογία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολιγολογία

ολιγολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ολιγολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ολέθριος στα ολλανδικά - onheilspellend, verderfelijk, schadelijk, verderfelijke, pernicieuze, schadelijke
  • ολίσθημα στα ολλανδικά - uitglijden, glippen, slippen, schuiven, glijden, strook
  • ολική στα ολλανδικά - totaal, totale, in totaal, de totale, volledige
  • ολικός στα ολλανδικά - somma, volkomen, bedrag, totaal, voltallig, totaalbedrag, voluit, ...
Τυχαίες λέξεις
Ολιγολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwijgzaamheid, taciturnity, stilzwijgendheid