Ονομαστός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ονομαστός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
известен, прочут, известния, известната, известният
Ονομαστός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ονομαστός

ονομαστός συνωνυμα, ονομαστός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ονομαστός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ονομασία στα βουλγαρικά - имена, име, именувам, назовавам, предназначение, назначение, посочване, ...
  • ονομαστικός στα βουλγαρικά - номинален, номинална, номиналната, номиналния, номинално
  • ονοματολογία στα βουλγαρικά - номенклатура, номенклатурата, номенклатура на, номенклатурата на
  • οντότητα στα βουλγαρικά - единица, образувание, субект, Предприятието
Τυχαίες λέξεις
Ονομαστός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: известен, прочут, известния, известната, известният