Ονομαστός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ονομαστός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відомий
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ονομαστός
ονομαστός συνωνυμα, ονομαστός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ονομαστός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ονομασία στα ουκρανικά - назвати, ім'я, іменувати, найменувати, назва, позначення, позначає
- ονομαστικός στα ουκρανικά - іменної, поіменний, іменною, номінальний, називний, іменний, номінальне
- ονοματολογία στα ουκρανικά - номенклатура, термінологія, номенклатуру
- οντότητα στα ουκρανικά - суть, організація, сутність, організовування, об'єкт
Τυχαίες λέξεις
Ονομαστός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відомий
Μεταφράσεις: відомий