Ονομαστός στα δανικά
Μετάφραση: ονομαστός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, berømte, kendt, kendte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ονομαστός
ονομαστός συνωνυμα, ονομαστός λεξικό γλώσσας δανικά, ονομαστός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ονομασία στα δανικά - navn, betegnelse, udpegning, udpegelse, betegnelsen, udpegelsen
- ονομαστικός στα δανικά - nominativ, nominel, nominelle, nominelt, pålydende, den nominelle
- ονοματολογία στα δανικά - nomenklatur, nomenklaturen, kontoplan
- οντότητα στα δανικά - enhed, virksomhed, virksomheden, enheder
Τυχαίες λέξεις
Ονομαστός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berømt, berømte, kendt, kendte
Μεταφράσεις: berømt, berømte, kendt, kendte