Παπούτσια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παπούτσια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παπούτσια
παπούτσια online, παπούτσια nike, παπούτσια χορού, παπούτσια 2014, παπούτσια καλοκαίρι 2014, παπούτσια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παπούτσια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παπικός στα βουλγαρικά - папски, папския, папската, папското, папско
- παπούτσι στα βουλγαρικά - обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на
- παππούς στα βουλγαρικά - ред, дядо, на дядо, дядото, дядото на
- παράβαση στα βουλγαρικά - престъпление, нарушение, нарушаване, нарушения, нарушаването, нарушение на
Τυχαίες λέξεις
Παπούτσια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна
Μεταφράσεις: обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна