Παπούτσια στα ισλανδικά

Μετάφραση: παπούτσια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Skór, skó, Shoes, skóm
Παπούτσια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παπούτσια

παπούτσια online, παπούτσια nike, παπούτσια χορού, παπούτσια 2014, παπούτσια καλοκαίρι 2014, παπούτσια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παπούτσια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • παπικός στα ισλανδικά - Papal
  • παπούτσι στα ισλανδικά - skór, Shoe, skó, Skórinn, skónum
  • παππούς στα ισλανδικά - afi, afa, að afi
  • παράβαση στα ισλανδικά - áflæði, sök, miski, brot, brotið, leikbrot, brot gegn
Τυχαίες λέξεις
Παπούτσια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Skór, skó, Shoes, skóm