Παπούτσια στα ολλανδικά

Μετάφραση: παπούτσια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoeisel, Schoenen, Shoes, Schoenen van, de schoenen
Παπούτσια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παπούτσια

παπούτσια online, παπούτσια nike, παπούτσια χορού, παπούτσια 2014, παπούτσια καλοκαίρι 2014, παπούτσια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παπούτσια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παπικός στα ολλανδικά - pauselijk, pauselijke, de pauselijke, paus, papal
  • παπούτσι στα ολλανδικά - schoen, schoenen, shoe, schoen van, de schoen
  • παππούς στα ολλανδικά - grootvader, opa, grootvader van, overgrootvader, de grootvader
  • παράβαση στα ολλανδικά - overtreding, zonde, misdrijf, schending, inbreuk, overtredingen
Τυχαίες λέξεις
Παπούτσια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schoeisel, Schoenen, Shoes, Schoenen van, de schoenen