Πατρότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πατρότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бащинство, бащинството, на бащинството, за бащинство
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατρότητα
μεταθανάτια πατρότητα, πνευματική πατρότητα, πατρότητα τεστ, πατρότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πατρότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πατρογονικός στα βουλγαρικά - по мъжка линия, мъжка линия, протекционистичната, по мъжка, протекционистичен
- πατρονάρισμα στα βουλγαρικά - патронаж, покровителство, патронажа, меценатството, подкрепа
- πατσάς στα βουλγαρικά - шкембе, шкембета, боклук, безсмислици
- πατσαβούρα στα βουλγαρικά - моряк, тампон, тампона
Τυχαίες λέξεις
Πατρότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бащинство, бащинството, на бащинството, за бащинство
Μεταφράσεις: бащинство, бащинството, на бащинството, за бащинство