Προπορεύομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προπορεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι
προπορεύομαι αντίθετο, προπορεύομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προπορεύομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προπονούμενος στα βουλγαρικά - обучение, тренировка, proponoumenos
- προπονώ στα βουλγαρικά - автобус, репетитор, треньор, треньорът, треньора, треньорът на
- προπόνηση στα βουλγαρικά - обучение, тренировка, обучението, за обучение, подготовка
- προς στα βουλγαρικά - в, към, до, за, на, с
Τυχαίες λέξεις
Προπορεύομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда
Μεταφράσεις: предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда