Προπορεύομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: προπορεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, neuerer, vorausgehen, vorangehen, vorhergehen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι
προπορεύομαι αντίθετο, προπορεύομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, προπορεύομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προπονούμενος στα γερμανικά - schulung, ausbildung, proponoumenos
- προπονώ στα γερμανικά - privatlehrer, kutsche, trainer, reisebus, omnibus, wagen, autobus, ...
- προπόνηση στα γερμανικά - schulung, ausbildung, Ausbildung, Training, Schulung, Trainings, Ausbildungs
- προς στα γερμανικά - fügsam, nach, ungünstig, widerwille, bevorstehend, zu, bei, ...
Τυχαίες λέξεις
Προπορεύομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: pionier, neuerer, vorausgehen, vorangehen, vorhergehen
Μεταφράσεις: pionier, neuerer, vorausgehen, vorangehen, vorhergehen