Προπορεύομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: προπορεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передувати, передуватиме, передуватимуть
Προπορεύομαι στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι

προπορεύομαι αντίθετο, προπορεύομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προπορεύομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προπονούμενος στα ουκρανικά - зайняття, підготовка, учбовий, навчання, proponoumenos
  • προπονώ στα ουκρανικά - анулювати, екіпаж, автобус, тренер, тренувати
  • προπόνηση στα ουκρανικά - зайняття, учбовий, підготовка, навчання
  • προς στα ουκρανικά - до, щоб, щоби, для, майбутній, слухняний, гребний, ...
Τυχαίες λέξεις
Προπορεύομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передувати, передуватиме, передуватимуть