Προπορεύομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: προπορεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voortrekker, baanbrekend, pionier, baanbreker, genist, voorafgaan, voorgaan, voorafgaan aan, voorafgegaan, voorafgaat
Προπορεύομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι

προπορεύομαι αντίθετο, προπορεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προπορεύομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προπονούμενος στα ολλανδικά - opleiding, proponoumenos
  • προπονώ στα ολλανδικά - trainen, autobus, onderwijzen, rijtuig, coachen, bus, opvoeden, ...
  • προπόνηση στα ολλανδικά - opleiding, trainen, training, opleidingen, de opleiding
  • προς στα ολλανδικά - om, tot, tegen, voor, aan, bij, per, ...
Τυχαίες λέξεις
Προπορεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voortrekker, baanbrekend, pionier, baanbreker, genist, voorafgaan, voorgaan, voorafgaan aan, voorafgegaan, voorafgaat