Προπορεύομαι στα δανικά
Μετάφραση: προπορεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pioner, foregangsmand, forud, forud for, gå forud, gå forud for, går forud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι
προπορεύομαι αντίθετο, προπορεύομαι λεξικό γλώσσας δανικά, προπορεύομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- προπονούμενος στα δανικά - uddannelse, træning, proponoumenos
- προπονώ στα δανικά - omnibus, vogn, bus, træner, coach, træneren, træner sig
- προπόνηση στα δανικά - uddannelse, træning, erhvervsuddannelse, uddannelsen, undervisning
- προς στα δανικά - at, til, til at, for at, for
Τυχαίες λέξεις
Προπορεύομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pioner, foregangsmand, forud, forud for, gå forud, gå forud for, går forud
Μεταφράσεις: pioner, foregangsmand, forud, forud for, gå forud, gå forud for, går forud