Ράπτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ράπτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράπτης
ράπτης ράπτη 2001, ράπτης και ράπτη 2007, ράπτης σωτήριος, ράπτης κωνσταντίνος, ράπτης ράπτη 2007, ράπτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράπτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ράντσο στα βουλγαρικά - ранчо, ранчото, ферма, ферма за, ранчото на
- ράπισμα στα βουλγαρικά - силна плесница, удрям, Биф, силен удар, Biff
- ράσο στα βουλγαρικά - свещеническо расо, расо, расото, расото си
- ράσπα στα βουλγαρικά - стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
Τυχαίες λέξεις
Ράπτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди
Μεταφράσεις: шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди