Ράπτης στα δανικά
Μετάφραση: ράπτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrædder, skræddersyet, skræddersyede, skrædderen, skræddersy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράπτης
ράπτης ράπτη 2001, ράπτης και ράπτη 2007, ράπτης σωτήριος, ράπτης κωνσταντίνος, ράπτης ράπτη 2007, ράπτης λεξικό γλώσσας δανικά, ράπτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- ράντσο στα δανικά - bondegård, ranch, ranchen
- ράπισμα στα δανικά - Biff, gok
- ράσο στα δανικά - præstekjole, præstekjolen, Samarie
- ράσπα στα δανικά - rasp, raspen, filen for
Τυχαίες λέξεις
Ράπτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skrædder, skræddersyet, skræddersyede, skrædderen, skræddersy
Μεταφράσεις: skrædder, skræddersyet, skræddersyede, skrædderen, skræddersy