Ράπτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: ράπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράπτης
ράπτης ράπτη 2001, ράπτης και ράπτη 2007, ράπτης σωτήριος, ράπτης κωνσταντίνος, ράπτης ράπτη 2007, ράπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ράπτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ράντσο στα ολλανδικά - goed, bezitting, landgoed, boerderij, Ranch, boerderij van
- ράπισμα στα ολλανδικά - sterke slag, Biff, dreun, geklap en, geklap
- ράσο στα ολλανδικά - soutane, toog, cassock, pij, kazuifel
- ράσπα στα ολλανδικά - rasp, raspen, schraper, gekras
Τυχαίες λέξεις
Ράπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk
Μεταφράσεις: tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk